ἐγγενῆ

ἐγγενῆ
ἐγγενής
native
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐγγενής
native
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐγγενής
native
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τἀγγενῆ — ἐγγενῆ , ἐγγενής native neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐγγενῆ , ἐγγενής native masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐγγενῆ , ἐγγενής native masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφιλία — Κληρονομική νόσος, η οποία εκδηλώνεται με ακατάσχετες ή μεγάλης διάρκειας αιμορραγίες που εμφανίζονται ακόμα και σε μικροτραυματισμούς και κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. Οι αιμορραγίες ποτέ δεν εμφανίζονται αυτόματα· και αυτές ακόμα οι… …   Dictionary of Greek

  • διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… …   Dictionary of Greek

  • επικονίαση — Το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία οι ώριμοι γυρεόκοκκοι των ανθών μεταφέρονται στο στίγμα των υπέρων για τον εγγενή πολλαπλασιασμό των φυτών. Στην περίπτωση της αυτογαμίας (γονιμοποίηση από γυρεοκόκκους του ίδιου άνθους) η ε. συντελείται από …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”